- ὀρθότριχες
- ὀρθόθριξmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορθόθριξ — ὀρθόθριξ, τριχος, ό, ἡ (Α) αυτός που έχει όρθιες, ανορθωμένες τις τρίχες του ή αυτός που ανορθώνει τις τρίχες άλλου, αυτός που προκαλεί ανατρίχιασμα (α. «ὀρθόθριξ φόβος», Αισχύλ. β. «ὀρθότριχες φόβαι», Διον. Αλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + θρίξ,… … Dictionary of Greek